- ἐπιστομίζειν
- зажимать рот
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐπιστομίζειν — ἐπιστομίζω bridle pres inf act (attic epic) ἐπιστομίζω bridle pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)